φάλαγγες

φάλαγγες
φάλαγξ
line of battle
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετακόνδυλοι — μετακόνδυλοι, οι (Α) 1. οι τελευταίες φάλαγγες τών δακτύλων μαζί με τις αρθρώσεις τους, τους αρμούς, τα κότσια («τὰ ὀστᾱ τῶν δακτύλων σκυταλίδες καὶ φάλαγγες τὰ δὲ πρῶτα ἄρθρα προκόνδυλοι τὰ δὲ ἑξῆς κόνδυλοι τὰ δὲ τελευταῑα μετακόνδυλοι», Ρούφ.)… …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • PALANGAE seu PHALANGAE — Plinie fustes sunt teretes, qui navibus subiciuntur, aut quibus idem opus plures baiulant. Nonius; fustes sunt teretes, qui navibus subiciuntur, cum attrabuntur ad pelagus, vel cum ad littora subdncuntur. Quem in sensum Pollux l. 7. c. 35. §. 9.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHALANGAE — vel palanga, variante scripturâ, apud Plinium, l. 7. c. 56. fustes sunt teretes, ut qui navibus supponuntur aut quibus unum onus plures baiulant. Pollux l. 7. c. 35. §. 9. Τὰ τῶν νεῶν ξύλα, οἷς ὁποβληθεῖσιν ἐφέλκονται αἱ νῆες, φάλαγγες καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • αντίχειρας — Το παχύτερο δάχτυλο του χεριού. Είναι πολύτιμο για την ανθρώπινη εργασία επειδή σχηματίζει με τα υπόλοιπα τέσσερα δάχτυλα ένα είδος λαβίδας με την οποία το χέρι μπορεί να πιάνει τα διάφορα αντικείμενα. Ο σκελετός του α. αποτελείται από δύο μονάχα …   Dictionary of Greek

  • μακρομεσοκύνιος — α, ο (για όνους και ίππους) αυτός που έχει μακριά τα μεσοκύνια, δηλ. τις φάλαγγες τών μπροστινών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + μεσοκύνια «φάλαγγες τών μπροστινών ποδιών»] …   Dictionary of Greek

  • μετακάρπιο — Τμήμα του σκελετού του άκρου χεριού, που βρίσκεται ανάμεσα στα οστά του καρπού και στις φάλαγγες. Αποτελείται από τα πέντε μετακαρπικά οστά, τα οποία αρθρώνονται, κεντρικά μεν με τα οστά του δεύτερου στοίχου του καρπού, περιφερειακά δε με τις… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”